- χιονόμετρο
- Όργανο που χρησιμεύει στη μέτρηση του χιονιού που έπεσε στο έδαφος. Ο υπολογισμός γίνεται ή με τη ζύγιση του χιονιού ή με τη μέτρηση του ύψους του νερού, που προήλθε από την τήξη του χιονιού. Ορισμένοι τύποι χ. μετρούν την πυκνότητα του χιονιού, ύστερα από διαίρεση του βάρους του διά του όγκου. Σύγχρονα τέλος χ. μετρούν την εξασθένηση των ακτίνων X’ ή των νετρονίων που περνούν μέσα από στρώμα χιονιού και ταυτόχρονα το πάχος του χιονιού.
* * *το, Ν(μετεωρ.) όργανο για τη μέτρηση τών χιονοπτώσεων σε έναν δεδομένο τόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + μέτρο].
Dictionary of Greek. 2013.